- αδιαλυτότητα
- η [αδιάλυτος]η ιδιότητα μερικών σωμάτων να μην διαλύονται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιάλυτος — η, ο (Α ἀδιάλυτος, ον) [διαλύω] ό,τι δεν διαλύθηκε ή δεν μπορεί να διαλυθεί νεοελλ. 1. ό,τι δεν διασκορπίστηκε ή δεν έλειωσε 2. ανεξιχνίαστος αρχ. 1. ασυμφιλίωτος, αδιάλλακτος 2. άφθαρτος, ακατάλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλύω. ΠΑΡ. νεοελλ … Dictionary of Greek
αδιαλυτικότητα — η αδιαλυτότητα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + διαλυτικός] … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek